ἀνεπιτηδείως
1ἀνεπιτηδείως — ἀνεπιτήδειος unserviceable adverbial ἀνεπιτήδειος unserviceable masc/fem acc pl (doric) …
2ανεπιτήδειος — α, ο (Α ἀνεπιτήδειος, ον) ακατάλληλος νεοελλ. αδέξιος, ανίκανος αρχ. 1. επιβλαβής 2. μη ευνοϊκός, εχθρικός 3. δυσμενής, δυσοίωνος 4. ως ουσ. εχθρός, πολιτικός αντίπαλος 5. επίρρ. ανεπιτηδείως πράττω είμαι δυστυχισμένος, δυστυχώ …
3ԱՆՊԱՏԵՀԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0226 Chronological Sequence: 8c մ. ἁνεπιτηδείως non idonee, inepte Ոչ ըստ պատշաճի. ոչ օրինօք. անյարմարապէս. *Մարմին թէ պատեհապէս կազմեսցի, գործակից լինի անձինն. իսկ եթէ անպատեհաբար, խափանի. Նիւս. բն …