ἀνειμένη
1ἀνειμένη — ἀνίημι send up perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ἀνειμένῃ — ἀνίημι send up perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …
3ἀνειμένηι — ἀνειμένῃ , ἀνίημι send up perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …
4ανειμένος — η, ο (AM ἀνειμένος, η, ον) 1. άτονος, χαλαρός «ανειμένη φωνή» 2. έκλυτος «ανειμένα ήθη» 3. (επίρρ, νως) α) ράθυμα, αφρόντιστα β) άνετα, ξεκούραστα γ) ελεύθερα, αχαλίνωτα δ) αρχ. με παρρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιθετικοποιημένη μτχ. παθ. πρκμ. του ανίημι… …