ἀνδρ-όω
71ωμαχθής — ές, Α ο βαρύς στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + αχθής (< ἄχθος «βάρος») πρβλ. ἀνδρ αχθής] …
72ωτίτιδα — η, Ν ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τού έξω και, κυρίως, τού μέσου αφτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + επίθημα ῖτις/ ίτιδα* (πρβλ. φαρυγγ ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. ὠτῖτις, μαρτυρείται από το 1873 στον Ανδρ. Αναγνωστάκη] …
73Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… …
74Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… …
75Αλεξάνδρου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξανδρος. Καταγόταν από τις Σπέτσες και πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις της Σούδας κ.α. 2. Αποστολάκης. Καταγόταν από τις Σπέτσες και ήταν ιδιοκτήτης του πλοίου Άγιος Νικόλαος, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως… …
76andher-, n̥dher- — andher , n̥dher English meaning: ‘stem, spike” Deutsche Übersetzung: ‘spitze, Stengel” Material: Nur griechisch: ἀθήρ “ an ear of corn “, ἀνθέριξ “ stalk point, stalk “, ἀνθέρικος “ Stalk, stem of a plant “, ἀνθερεών “ chin “ as “ …
77ner-1(t)-, aner- (ǝner-?) — ner 1(t) , aner (ǝner ?) English meaning: vital energy; man Deutsche Übersetzung: 1. (“magische) Lebenskraft”; 2. “Mann” Material: O.Ind. nár (nü ) “man, person”, Av. nar (nü) ds. (O.Ind. nara ḥ, Av. nara after acc. náram,… …
78-androus — comb. form Bot. forming adjectives meaning having specified male organs or stamens (monandrous). Etymology: mod.L f. Gk andros f. aner andros male + OUS * * * |andrəs, |aan adjective combining form Etymology: New Latin andrus, from Greek andros… …
79micrander — Bot. (maɪˈkrændə(r)) Also dre. [f. Gr. µῑκρό ς small + ἀνδρ , ἀνήρ male.] A dwarf male plant produced by certain confervoid algæ. in Century Dict. Jackson Gloss. Bot. Hence miˈcrandrous adj., pertaining to or connected with the dwarf males of… …