ἀνδρ-όω
61συχνεών — ῶνος, ὁ, Α δάσος, δρυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός «πολύς, πολυάριθμος, άφθονος» + επίθημα (ε)ών (πρβλ. ἀνδρ (ε)ών)] …
62ταμιεύτρια — ἡ, Μ αυτή που προσφέρει κάτι, δωρήτρια («τὴν τῶν ἀγαθῶν καὶ μεγίστων δωρεῶν ταμιεύτριαν», Ανδρ. Κρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμιεύω + κατάλ. τρία, θηλ. τής κατάλ. τήρ*] …
63ταφεών — και ταφαιών και ταφών, ῶνος, ὁ, Α τόπος ταφής, νεκροταφείο («τὸ μνημεῑον τοῡ ταφεῶνος ἔκτισεν ἐξ ἰδίων Σεπτίμιος», επιγρ. Παλμύρας). [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + επίθημα (ε)ών (πρβλ. ἀνδρ (ε)ών)] …
64τιτανολέτης — ὁ, Α αυτός που επιφέρει τον όλεθρο στους Τιτάνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …
65υπαγκαλίζω — Α σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου («φίλον ἄνδρ ὑπαγκαλίζων», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀγκάλη + κατάλ. ίζω] …
66υπεράγιος — ία, ο / ὑπεράγιος, ία, ον, ΝΜ ο πάρα πολύ άγιος, ο απόλυτα άγιος («ὑπεραγία θεοτόκος», Ανδρ. Κρ.) …
67υπερφαής — ές, ΜΑ πάρα πολύ φωτεινός, υπέρλαμπρος μσν. λαμπρός και διαφανής («τῆς ὑπερφαοῡς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. περι φαής] …
68υπογλύφω — ΜΑ σκαλίζω, κοιλαίνω εσωτερικά («πέτρας ὑπογλυφείσης», Ανδρ. Κρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γλύφω «σκαλίζω»] …
69ψευδολέτης — ὁ, Μ αυτός που προκαλεί καταστροφή χρησιμοποιώντας το ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ολέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …
70ψυχολέτης — ὁ, Α ψυχοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ολέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …