ἀνδρ-όω

  • 51πολυβασίτης — ο Ν (ορυκτ.) βαρύ μαύρο θειούχο ορυκτό τού αργύρου, τού χαλκού και τού αντιμονίου που ανήκει στην ομάδα τών θειοαλάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polybasite < γερμαν. Polybasit < πολυ * + βάση. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον… …

    Dictionary of Greek

  • 52προεδριάζω — Μ [πρόεδρος] προεδρεύω («προεδριαζόντων τῶν δεῑνα καὶ συνεδριαζόντων τῶν δεῑνα», Ανδρ. Χαρτοφύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 53προσανατέλλω — ΜΑ και ποιητ. τ. προσαντέλλω Α [ἀνατέλλω] μσν. δίνω κάτι σε κάποιον καθώς ανατέλλω («ἡ τῆς ἡμέρας δύναμις... χάριν μοι προσανατέλλουσα», Ανδρ. Κρ.) αρχ. ανυψώνομαι περισσότερο («τὴν ἐς οὐρανὸ κόνιν προσανατέλλουσαν», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 54πρωραχθής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. ο φορτωμένος στην πλευρά τής πρώρας 2. μτφ. (για γέροντα) αυτός που παρουσιάζει κλίση προς τα εμπρός, καμπούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ανδρ αχθής] …

    Dictionary of Greek

  • 55πρωτάγριον — τὸ, ΜΑ συν. στον πληθ. τὰ πρωτάγρια μτφ. 1. οι πρώτοι καρποί («βασιλῆϊ φέρων πρωτάγρια μόχθων», Ανθ. Παλ.) 2. τα πρώτα βραβεία («τερπομένῃ παλάμῃ πρωτάγρια κούφισε νίκης», Noνν.) αρχ. η πρώτη άγρα, το πρώτο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * +… …

    Dictionary of Greek

  • 56πτερώ — πτερῶ, όω, (ΝΜΑ [πτερόν] νεοελλ. φρ. «πτέρωσον» ναυτ. παράγγελμα προς τους κωπηλάτες να φέρουν τα κουπιά σε οριζόντια θέση ακινησίας μσν. αρχ. 1. δίνω φτερά σε κάποιον, κάνω κάποιον φτερωτό (α. «ἔπειτα δ ὅπως φρονίμως πρὸς ἄνδρ ὁρῶν πτερώσεις»,… …

    Dictionary of Greek

  • 57πυθολέτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που εξολόθρευσε τον Πύθωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύθων + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 58ρέψις — εως, ή, Μ [ῥέπω] κλίση, τάση («ῥέψις πρὸς τὰ αἰσθητά», Ανδρ. Κρήτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 59σπειραχθής — ές, Α αυτός που κινείται σπειροειδώς, που κατά την κίνησή του σχηματίζει έλικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ανδρ αχθής] …

    Dictionary of Greek

  • 60συφεών — ῶνος, ὁ, Α συφεός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. συφεός* και εμφανίζει επίθημα (ε)ών, δηλωτικό τού τόπου (πρβλ. ἀνδρ [ε]ών, ἱππ ών)] …

    Dictionary of Greek