ἀνδρ-όω
21Σουφλιώτης — ο, θηλ. Σουφλιώτισσα, Ν ο κάτοικος τού Σουφλίου, πόλης τού νομού Έβρου, ή αυτός που κατάγεται από το Σουφλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σουφλί + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Ανδρ ιώτης)] …
22Τυρρηνολέτης — ου, ὁ, Α καταστροφέας τών Τυρρηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρρηνός + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …
23ανωτερότητα — η ηθική υπεροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώτερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ανδρ. Λασκαράτο] …
24απλοποιώ — καθιστώ κάτι απλό, κατανοητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < απλός + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται στον Ανδρ. Μουστοξύδη] …
25δενδρώνας — και δενδριώνας, ο (AM δένδρων) τόπος κατάφυτος με δένδρα, άλσος, δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) ών δηλωτικό ονομάτων τόπου (πρβλ. αμπελ ών, ανδρ ών). Ο τ. δενδρ ιώνας σχηματίστηκε αναλογικά προς τα καλαμ ιώνας, κυπαρισσ ιώνας)] …
26διατριβογράφος — ο αυτός που γράφει διατριβές σε εφημερίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στο Ανδρ. Α. Χατζή Αναργύρου] …
27δικαιολόγηση — η 1. υπεράσπιση, απόδοση δικαιοσύνης 2. η έγκριση, η νομιμοποίηση μιας ενέργειας, θέσης ή κατάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στην απολογία τών Ιω. Ορλάνδου και Ανδρ. Λουριώτη] …
28εμφώλευμα — ἐμφώλευμα, το (Μ) φωλιά, κρυψώνα («θηρίων ἐμφώλευμα», Ανδρ. Κρήτ.) …
29επεξεργάζομαι — (AM ἐπεξεργάζομαι) μσν. νεοελλ. 1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή 2. εκπονώ αρχ. 1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῑς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.) 2. πραγματοποιώ, φέρω… …
30εφύμνιος — α, ο (ΑΜ ἐφύμνιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) επωδός ύμνου, το άσμα που συνοδεύει έναν ύμνο («ἔνθεν δὴ τόδε καλὸν ἐφύμνιον ἔπλετο Φοίβῳ», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) σύντομος ύμνος που ψάλλεται κατά τη… …