ἀνδρ-ολέτης

  • 1Ινδολέτης — Ἰνδολέτης, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που εξολόθρευσε τους Ινδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + ὀλέτης (< ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω, χάνω»), πρβλ. ανδρ ολέτης, θηρ ολέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 2κοσμολέτης — κοσμολέτης, ὁ, θηλ. κοσμολέτειρα (ΑM) ως επίθ. αυτός που προξενεί καταστροφή στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ολέτης (< ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ανδρ ολέτης, θηρ ολέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 3Τυρρηνολέτης — ου, ὁ, Α καταστροφέας τών Τυρρηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρρηνός + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 4παρθολέτης — ὁ Α ο εξολοθρευτής τών Πάρθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάρθοι + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω, αφανίζω»), πρβλ. ανδρ ολέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 5περσολέτης — ὁ, Μ εξολοθρευτής τών Περσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ανδρ ολέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 6πυθολέτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που εξολόθρευσε τον Πύθωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύθων + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 7τιτανολέτης — ὁ, Α αυτός που επιφέρει τον όλεθρο στους Τιτάνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + ὀλέτης (< ὄλλυμι), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 8ψευδολέτης — ὁ, Μ αυτός που προκαλεί καταστροφή χρησιμοποιώντας το ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ολέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 9ψυχολέτης — ὁ, Α ψυχοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ολέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ἀνδρ ολέτης] …

    Dictionary of Greek