ἀνδρό-κμητος
1κμητός — κμητός, ή, όν (Α) φτιαγμένος, κατεργασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κμη που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα τής ρίζας καμᾶ (*Kοmeә2) τού ρ. κάμνω (πρβλ. παρακμ. κέ κμη κα) + επίθημα τός. Εμφανίζεται συν. ως β συνθετικό (πρβλ. ανδρό κμητος,… …
2ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …
3θεόκμητος — θεόκμητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από θεό, ο επεξεργασμένος απο θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ανδρό κμητος, χειρό κμητος] …
4πυρίκμητος — ον, Α 1. ο κατεργασμένος στη φωτιά, αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με τη χρήση φωτιάς 2. ο παρασκευασμένος στη φωτιά ή ο κομμένος στη φωτιά, πυρίκαυστος («πυρίκμητος χρώς», Νίκ. Θηρ.) 3. (για έδεσμα) μαγειρεμένος στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι… …
5χειρόκμητος — και δωρ. τ. χειρόκματος, ον, Α χειροποίητος, φτειαγμένος με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ἀνδρό κμητος] …