1ημίγυνος — ἡμίγυνος, ον (Α) ἡμιγύναιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γυνος (< γυνή), πρβλ. ανδρό γυνος, φιλό γυνος] …
Dictionary of Greek
2φιλόγυνος — ον, Α (δ. γρφ.) φιλογύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γυνος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. ἀνδρό γυνος] …
Dictionary of Greek