ἀνδρόγυνος
1ανδρόγυνος, -ο — και ανδρόγυνο, το και ανδρογύνης, ο 1. ο αρσενικοθήλυκος. 2. «ανδρόγυνα φυτά», αυτά που έχουν αρσενικά και θηλυκά άνθη στην ίδια ταξιανθία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἀνδρόγυνος — man woman masc nom sg …
3ανδρόγυνος — η, ο (AM ἀνδρόγυνος ον) κοινός στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά») νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο ανδρόγυνος ανδρόγυνης αρχ. (σχετικά με γυναίκες) λεσβιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + γυνος (< γυνή)] …
4ἀνδρογύνοις — ἀνδρόγυνος man woman masc dat pl …
5ἀνδρογύνοισιν — ἀνδρόγυνος man woman masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6ἀνδρογύνου — ἀνδρόγυνος man woman masc gen sg …
7ἀνδρογύνους — ἀνδρόγυνος man woman masc acc pl …
8ἀνδρογύνων — ἀνδρόγυνος man woman masc gen pl …
9ἀνδρογύνως — ἀνδρόγυνος man woman masc acc pl (doric) …
10ἀνδρογύνῳ — ἀνδρόγυνος man woman masc dat sg …