ἀνδρό-θηλυς
1μιξόθηλυς — μιξόθηλυς, υ (Α) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θῆλυς (πρβλ. ανδρό θηλυς)] …
1μιξόθηλυς — μιξόθηλυς, υ (Α) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θῆλυς (πρβλ. ανδρό θηλυς)] …