ἀνδρο-βρώς

  • 1σαρκοβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοβόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδρο βρώς, παιδο βρώς] …

    Dictionary of Greek

  • 2παιδοβρώς — παιδοβρώς, ῶτος, ό ἡ (Μ) (για τον Κρόνο) αυτός που καταβροχθίζει παιδιά («τὸν παιδοβρῶτα πατέρα Κρόνον», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδρο βρώς] …

    Dictionary of Greek