1ἀνδροτῆτα — ἀνδρότης fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ἀνδρότητα — ἀνδρότης fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ανδροτής — ἀνδροτής, ῆτος, ἡ (Α) ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή τού ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα] …
Dictionary of Greek