ἀνδροβρώς
1ἀνδροβρῶσι — ἀνδροβρώς man eating masc/fem dat pl …
2ἀνδροβρῶτα — ἀνδροβρώς man eating masc/fem acc sg …
3ἀνδροβρῶτας — ἀνδροβρώς man eating masc/fem acc pl …
4ἀνδροβρῶτος — ἀνδροβρώς man eating masc/fem gen sg …
5βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …