ἀνδριαντοποιός
1ἀνδριαντοποιός — sculptor masc nom sg …
2ανδριαντοποιός — ο (Α ἀνδριαντοποιός) κατασκευαστής ανδριάντων …
3ανδριαντοποιός — ο αυτός που φτιάχνει ανδριάντες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀνδριαντοποιοί — ἀνδριαντοποιός sculptor masc nom/voc pl …
5ἀνδριαντοποιούς — ἀνδριαντοποιός sculptor masc acc pl …
6ἀνδριαντοποιῷ — ἀνδριαντοποιός sculptor masc dat sg …
7ἀνδριαντοποιόν — ἀνδριαντοποιός sculptor masc acc sg …
8ἀνδριαντοποιώ — ἀνδριαντοποιός sculptor masc nom/voc/acc dual …
9Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν …
10Αγασίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.Γενναίος πολεμιστής από τη Στυμφαλία. Ο Ξενοφών αναφέρει συχνάτο όνομά του (Κύρ. Ανάβ. 6 1,30 2,7 4,10 6,7 7 8,19). 2. Ανδριαντοποιός από την Έφεσο (1ος αι. π.Χ.), γιος του Μηνόφιλου. Εργάστηκε κυρίως στην αγορά της… …