ἀνδραποδιστής
1ανδραποδιστής — ἀνδραποδιστής, ο (Α) 1. αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος 2. «ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῡ» αυτός που για τα χρήματα θυσιάζει την ανεξαρτησία του, φαύλος, ποταπός …
2ἀνδραποδιστής — slave dealer masc nom sg …
3ἀνδραποδισταῖς — ἀνδραποδιστής slave dealer masc dat pl …
4ἀνδραποδισταί — ἀνδραποδιστής slave dealer masc nom/voc pl …
5ἀνδραποδιστοῦ — ἀνδραποδιστής slave dealer masc gen sg …
6ἀνδραποδιστήν — ἀνδραποδιστής slave dealer masc acc sg (attic epic ionic) …
7ἀνδραποδιστῶν — ἀνδραποδιστής slave dealer masc gen pl …
8πλαγιάριος — ὁ, Α αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος, ανδραποδιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plagiarius «ανδραποδιστής»] …
9κἀνδραποδιστάς — ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc acc pl ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc nom sg (epic doric aeolic) …
10ἀνδραποδιστάς — ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc acc pl ἀνδραποδιστά̱ς , ἀνδραποδιστής slave dealer masc nom sg (epic doric aeolic) …
- 1
- 2