ἀνδραγαθία
1ἀνδραγαθία — ἀνδραγαθίᾱ , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc/acc dual ἀνδραγαθίᾱ , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀνδραγαθίᾳ — ἀνδραγαθίαι , ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc pl ἀνδραγαθίᾱͅ , ἀνδραγαθία bravery fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα …
4ανδραγαθία — η 1. παλικαριά: Προβιβάστηκε για ανδραγαθία. 2. ηρωικό κατόρθωμα: Οι περισσότερες από τις ανδραγαθίες του ήταν φανταστικές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀνδραγαθίας — ἀνδραγαθίᾱς , ἀνδραγαθία bravery fem acc pl ἀνδραγαθίᾱς , ἀνδραγαθία bravery fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀνδραγαθίαι — ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc pl ἀνδραγαθίᾱͅ , ἀνδραγαθία bravery fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἀνδραγαθίαν — ἀνδραγαθίᾱν , ἀνδραγαθία bravery fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀνδραγαθιῶν — ἀνδραγαθία bravery fem gen pl …
9ἀνδραγαθίαις — ἀνδραγαθία bravery fem dat pl …
10ἀνδραγαθίη — ἀνδραγαθία bravery fem nom/voc sg (epic ionic) …