ἀνδρά-ποδον
1πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …
2ιχνόποδον — ἰχνόποδον, τὸ (Μ) ίχνος ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + ποδον (< πούς, ποδός), πρβλ. ανδρά ποδον] …
3pē̆ d-2, pō̆ d- — pē̆ d 2, pō̆ d English meaning: foot, *genitalia Deutsche Übersetzung: “Fuß”; verbal “gehen, fallen” Grammatical information: m. nom. sg. pō̆ ts, gen. ped és/ ós, nom. pl. péd es Material: 1. O.Ind. pad “foot” (pü t, pü dam …