ἀνδράγρια
1ανδράγρια — ἀνδράγρια, τα (Α) τα λάφυρα από σκοτωμένο εχθρό και κυρίως η πανοπλία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + αγρια, πληθ. του αγριον < άγρα «κυνήγι»] …
2ἀνδράγρια — spoils of a slain enemy neut nom/voc/acc pl …
3ἀνδράγρι' — ἀνδράγρια , ἀνδράγρια spoils of a slain enemy neut nom/voc/acc pl …
4άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …
5βοάγριον — βοάγριον, το (Α) ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική] …