ἀνα-κῠλίω
1ἀνακυλῖον — ἀνά κυλίω roll pres part act masc voc sg ἀνά κυλίω roll pres part act neut nom/voc/acc sg …
2ἀνακυλιομένων — ἀνακυλῑομένων , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem gen pl ἀνακυλῑομένων , ἀνά κυλίω roll pres part mp masc/neut gen pl …
3ἀνακυλίει — ἀνακυλί̱ει , ἀνά κυλίω roll pres ind mp 2nd sg ἀνακυλί̱ει , ἀνά κυλίω roll pres ind act 3rd sg …
4ἀνεκύλιον — ἀνεκύλῑον , ἀνά κυλίω roll imperf ind act 3rd pl ἀνεκύλῑον , ἀνά κυλίω roll imperf ind act 1st sg …
5ανακυλίω — (Α ἀνακυλίω) κυλώ προς τα επάνω, προς τα πίσω ή κατ επανάληψη αρχ. αναποδογυρίζω, ανατρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυλίω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακύλιση, ανακύλισμα] …
6συνανακυλιομένου — συνανακυλῑομένου , σύν , ἀνά κυλίω roll pres part mp masc/neut gen sg …
7συνανακυλίηται — συνανακυλί̱ηται , σύν , ἀνά κυλίω roll pres subj mp 3rd sg …
8ἀνακυλιομένη — ἀνακυλῑομένη , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
9ἀνακυλιομένην — ἀνακυλῑομένην , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
10ἀνακυλιομένης — ἀνακυλῑομένης , ἀνά κυλίω roll pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2