ἀνα-κροταλίζω
1κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… …
2ἀνεκροταλίσαμεν — ἀνά κροταλίζω use rattles aor ind act 1st pl …
3ἀνεκροτάλιζε — ἀνά κροταλίζω use rattles imperf ind act 3rd sg …
4ανακροταλίζω — ἀνακροταλίζω (Α) βλ. ἀνακροτῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κροταλίζω] …