ἀνα-κλάζω

  • 1ανακλάζω — ἀνακλάζω (Α) 1. αναβοώ, κραυγάζω 2. (για ζώα) βγάζω τη χαρακτηριστική για το είδος μου φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κλάζω «βγάζω οξεία κραυγή, (για πτηνά) κράζω») …

    Dictionary of Greek