ἀνα-κέλαδος
1ανακέλαδος — ἀνακέλαδος, ο (Α) δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»] …
1ανακέλαδος — ἀνακέλαδος, ο (Α) δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»] …