ἀνα-βῐβάζω

  • 1αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …

    Dictionary of Greek