ἀνα-βλέπω
1αναβλέπω — (Α ἀναβλέπω) 1. στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, κοιτάζω επάνω, 2. ανακτώ την όραση μου αρχ. ακμάζω πάλι, ξαναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλέπω. ΠΑΡ. ανάβλεμμα, ανάβλεψις] …
2Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …
3Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …
4Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …
5Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …
6οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …
7ξανά — (Μ ἄξανα και ξάνα) επίρρ. πάλι, εκ νέου νεοελλ. φρ. «ξανά και ξανά» επανειλημμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, ξεκινώντας από ρήματα συνθ. με τις προθέσεις ἐξ + ἀνά (πρβλ. ἐξ ανα στρέφω > ξανα στρέφω, ἐξ ανα ζώ… …
8Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… …
9Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …
10ανακοιτάζομαι — (Α ἀνακοιτάζομαι) νεοελλ. βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα αρχ. (κυρίως γι αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα * + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο… …
- 1
- 2