ἀνα - χάζομαι

  • 1προχάζω — Α 1. (κατά τον Φώτ.) «προχάζοις προβαίνοις» 2. (κατά τον Ησύχ.) «προχάζοις ἀναποδίζοις». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χάζομαι «υποχωρώ, αποσύρομαι». Το ρ. απαντά σπανίως στην ενεργ. φωνή κυρίως σε συνθ. ρ. (πρβλ. ανα χάζω)] …

    Dictionary of Greek