ἀναφύσω
1αναφυσώ — (Α ἀναφυσῶ, άω) φυσώ προς τα επάνω, ξεφυσώ αρχ. 1. ενεργ. εκβάλλω, ρίχνω έξω 2. φυσώ τον αυλό 3. μέσ. υπερηφανεύομαι …
2αναφυσώ — ( άς, ά κτλ.), ησα, φυσώ προς τα πάνω, φυσώ έντονα: Ο αέρας αναφυσούσε όλη τη νύχτα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἀναφύσω — ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain aor ind mid 2nd sg ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain aor subj act 1st sg ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain fut ind act 1st sg ἀναφύ̱σω , ἀνά , ἀπό ὕω rain aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ἀνᾱφύσω , ἀνά ἀφύσσω draw aor ind… …
4προαναφυσώ — άω, Α (πιθ. γρ < ρ.) παίζω προανάκρουσμα με μουσικό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναφυσῶ «ξεφυσώ, φυσώ τον αυλό»] …
5προσαναφυσώ — άω, Α παίζω επί πλέον τον αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναφυσῶ «φυσώ τον αυλό»] …