ἀναφορά
1ἀναφορά — ἀναφορά̱ , ἀναφορά coming up fem nom/voc/acc dual ἀναφορά̱ , ἀναφορά coming up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀναφορᾷ — ἀναφορά coming up fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αναφορά — η 1. προφορική ή γραπτή έκθεση κατώτερου σε ανώτερο: Έκαμα την αναφορά μου για όσα έγιναν. 2. γραπτή έκθεση ιδιώτη σε δημόσια αρχή: Για όλα αυτά τα στραβά έκαμα αναφορά στη Νομαρχία. 3. η καθημερινή ανακοίνωση στο διοικητή στρατιωτικής μονάδας… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… …
5ορθή αναφορά — Μία από τις λεγόμενες ουρανογραφικές συντεταγμένες, που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της θέσης ενός άστρου στην ουράνια σφαίρα. Βασικά επίπεδα σε αυτό το σύστημα είναι το επίπεδο του ουράνιου ισημερινού και το επίπεδο του μέγιστου κύκλου… …
6ἀναφορᾶι — ἀναφορᾷ , ἀναφορά coming up fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἀναφοράν — ἀναφορά̱ν , ἀναφορά coming up fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀναφοράς — ἀναφορά̱ς , ἀναφορά coming up fem acc pl …
9ἀναφοραῖς — ἀναφορά coming up fem dat pl …
10ἀναφοραί — ἀναφορά coming up fem nom/voc pl …