ἀναφορά

  • 121αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …

    Dictionary of Greek

  • 122ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… …

    Dictionary of Greek

  • 123αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 124αναπομπή — η (Α ἀναπομπή) [ἀναπέμπω] το να στέλνεται κάτι προς τα επάνω, εκπομπή προς τα επάνω, ανάδοση νεοελλ. εκτέλεση μουσικών κομματιών (ύμνων, ψαλμών κ.λπ.) προς τιμήν τού Θεού ή υψηλών προσώπων αρχ. 1. αναγωγή, αναφορά 2. φρ. «αναπομπή θησαυρών»,… …

    Dictionary of Greek

  • 125αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …

    Dictionary of Greek

  • 126αναφέρω — (AM ἀναφέρω) κάνω λόγο ή μνεία για κάτι, ονομάζω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ νεοελλ. (για υφιστάμενον που απευθύνεται σε προϊστάμενο) υποβάλλω αναφορά, εκθέτω με σεβασμό αρχ. Ι. (μτβ.) 1. φέρνω επάνω, φέρνω 2. φέρνω στο εσωτερικό της χώρας 3. σηκώνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 127αναφορικός — ή, ό (Α ἀναφορικός, ή, όν) [αναφορά] 1. εκείνος που αναφέρεται σε κάτι, που σχετίζεται με κάτι 2. (Γραμμ.) (για αντωνυμίες, προτάσεις, επιρρήματα) αυτός που αναφέρεται σε κάτι προηγούμενο αρχ. 1. ο σχετικός με την ανατολή των αστέρων 2. αυτός που …

    Dictionary of Greek

  • 128αναχρονισμός — Η αναφορά ενός γεγονότος, όχι στον σωστό του χρόνο, αλλά σε άλλον. Αυτό γίνεται επίτηδες, για την εξυπηρέτηση κάποιου συγκεκριμένουσκοπού. Όταν π.χ. πούμε «Έρχομαι από τα Γιάννενα όπου ο Αλή πασάς κυβερνούσε τυραννικά» κάνουμε α., γιατί από το… …

    Dictionary of Greek