ἀνατρέχω
1ἀνατρέχω — run back pres subj act 1st sg ἀνατρέχω run back pres ind act 1st sg …
2ανατρέχω — ανατρέχω, ανέτρεξα και ανάτρεξα βλ. πίν. 31 …
3ανατρέχω — (AM ἀνατρέχω) 1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω 2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ νεοελλ. καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι 2. ανιχνεύω, αναζητώ 3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι 4. βλαστάνω, μεγαλώνω 5. εκτείνομαι,… …
4ανατρέχω — ανάτρεξα και ανάδραμα 1. τρέχω ή απλώς κινούμαι προς τα πίσω ή προς τα πάνω: Μου ανάδραμε το φαγητό που έφαγα. 2. γυρίζω σε ειπωμένα ή γνωστά, προσφεύγω για αναζήτηση: Αναγκάστηκα να ανατρέξω σ όλα τα σχετικά συγγράμματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀνατρέχετε — ἀνατρέχω run back pres imperat act 2nd pl ἀνατρέχω run back pres ind act 2nd pl ἀνατρέχω run back imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6ἀνατρέχῃ — ἀνατρέχω run back pres subj mp 2nd sg ἀνατρέχω run back pres ind mp 2nd sg ἀνατρέχω run back pres subj act 3rd sg …
7ἀναδεδραμηκότα — ἀνατρέχω run back perf part act neut nom/voc/acc pl ἀνατρέχω run back perf part act masc acc sg …
8ἀναδεδράμηκε — ἀνατρέχω run back perf imperat act 2nd sg ἀνατρέχω run back perf ind act 3rd sg …
9ἀναδεδράμηκεν — ἀνατρέχω run back perf ind act 3rd sg ἀνατρέχω run back plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …
10ἀναδραμόν — ἀνατρέχω run back aor part act masc voc sg ἀνατρέχω run back aor part act neut nom/voc/acc sg …