ἀνατρέπειν ἔ

  • 1ἀνατρέπειν — ἀνατρέπω overturn pres inf act (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ANARRYSIS — secundus dies Apaturiorum (vide Apaturia) quô sacrificabant Tribules Iovi Sodali et Palladi. Nam ut Scholiast. Aristophanis exponit, et ex eo Suidas, ἀναρύειν est ἐπιθύειν, et ςθυσίαν ἐπιτελεῖν. Atque hoc est, quod Homerus dicit ἀνερύειν, i. e.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3казить — кажу портить, уродовать , проказа, укр. казити портить , блр. казiць, ст. слав. казити ἀνατρέπειν, сербохорв. наказити заклеймить, метить (о божьем наказании) , словен. kaziti, чеш. kaziti, kazim портить, развращать , слвц. kаzit᾽, польск. kazic… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 4отърѣ˫ати — ОТЪРѢ|˫АТИ (14), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отталкивать: тъгда же мьстисла(в)… перебе||гъ днѣпрь. ѿрѣа ѿ берега лодьѥ. да не идѹть татари по нихъ. ЛН XIII2, 99–99 об. (1224); локотьми ѿрѣють мѧ. СбЧуд к. XIV (1), 63а …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 5ενάλλομαι — ἐνάλλομαι (AM) μσν. (απολ.) βρίζω αρχ. 1. πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι («τύπτειν ὅπου ἄν βουλώμεθα καὶ ἐναλλομένους ἀνατρέπειν», Ξεν.) 2. εφορμώ εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο 3. (απολ.) πηδώ ολόγυρα, πηδώ ακόλαστα μέσα σε κάτι, σκιρτώ, χορεύω …

    Dictionary of Greek

  • 6τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …

    Dictionary of Greek

  • 7υπτιάζω — ὑπτιάζω ΝΜΑ [ὕπτιος] 1. (αμτβ.) ξαπλώνω ανάσκελα 2. θέτω κάποιον ή κάτι σε ύπτια θέση, ξαπλώνω κάποιον ή κάτι ανάσκελα μσν. (μτβ.) καθιστώ κάποιον υπεροπτικό («ἡ τύχη ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.) αρχ. 1. ανακατώνω, διαταράσσω («ὑπτιάζειν καὶ… …

    Dictionary of Greek