ἀνασχίζω

  • 41σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα …

    Dictionary of Greek

  • 42ՀԵՐՁԱՆԵՄ — (ձի. հե՛րձ.) NBH 2 0094 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ն. ՀԵՐՁԱՆԵՄ որ եւ ՀԵՐՁՈՒՄ, ՀԵՐՁԵՄ. (լծ. թ. էըրթմագ, էարմագ ). σχίζω, διασχίζω, ἁνασχίζω scindo, findo, seco ῤίσσω, ῤήγνυμι, πήγνυμι lacero,… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)