1ἀναστῦψαι — ἀνά στύφω contract aor inf act …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ἀναστύψαι — ἀναστύ̱ψαῑ , ἀνά στύφω contract aor opt act 3rd sg …