ἀναστροφή
1ἀναστροφῇ — ἀναστροφή turning upside down fem dat sg (attic epic ionic) …
2ἀναστροφή — turning upside down fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3αναστροφή — η 1. αναποδογύρισμα: Είχαν αρχίσει να φοβούνται αναστροφή του σκάφους. 2. αλλαγή πορείας ιστιοφόρου ώστε να χει τον άνεμο από την αντίθετη πλευρά: Ούτε με την αναστροφή κατάφεραν να μπουν στο λιμάνι. 3. ανέβασμα του τόνου δισύλλαβης πρόθεσης… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αναστροφή — Μεταβολή στο αντίθετο, μεταστροφή, επιστροφή, επάνοδος. (Βιολ.)Στη γενετική, α. είναι η μεταβολή της γραμμικής σύνταξης των γονιδίων σε ένα τμήμα χρωματοσώματος, έτσι ώστε να βρίσκονται σε αντίθετη σειρά απ’ ό,τι το αντίστοιχο τμήμα ενός… …
5εαρινή αναστροφή — Αναστροφή της θερμοκρασίας των επιφανειακών υδάτων των λιμνών, η οποία συμβαίνει κατά την άνοιξη. Το νερό των λιμνών έχει μέγιστη πυκνότητα περίπου στους 40°C και μικρότερη πάνω και κάτω από αυτό το όριο. Το καλοκαίρι τα επιφανειακά ύδατα… …
6ἀναστροφαῖς — ἀναστροφή turning upside down fem dat pl …
7ἀναστροφαί — ἀναστροφή turning upside down fem nom/voc pl …
8ἀναστροφῆς — ἀναστροφή turning upside down fem gen sg (attic epic ionic) …
9ἀναστροφῇς — ἀναστροφή turning upside down fem dat pl (epic) …
10ἀναστροφήν — ἀναστροφή turning upside down fem acc sg (attic epic ionic) …