ἀνασκευή
1ἀνασκευή — pulling down fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ανασκευή — η (Α ἀνασκευή) [ανασκευάζω] η ενέργεια του ανασκευάζω αρχ. 1. καταστολή, κατάπνιξη 2. απόκρουση, αποσόβηση …
3ανασκευή — η απόκρουση, ανατροπή ανακριβών επιχειρημάτων, κατηγοριών κτλ.: Η ανασκευή των επιχειρημάτων του κατήγορού του ήταν μάλλον εύκολη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀνασκευῇ — ἀνασκευάζω pack up the baggage fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀνασκευάζω pack up the baggage fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνασκευάζω pack up the baggage fut ind mid 2nd sg (doric) ἀνασκευάζω pack up the baggage fut ind act 3rd sg (doric)… …
5ἀνασκευαῖς — ἀνασκευή pulling down fem dat pl …
6ἀνασκευαί — ἀνασκευή pulling down fem nom/voc pl …
7ἀνασκευήν — ἀνασκευή pulling down fem acc sg (attic epic ionic) …
8έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …
9αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε …
10αναθεώρηση — η (Α ἀναθεώρησις) νεοελλ. 1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση 2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου αρχ. ακριβής εξέταση, έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος] …