ἀναπετάσῃ

  • 1αναπέταση — η διάπλατο άνοιγμα, άπλωμα, ξεδίπλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπετάσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 2ἀναπετάσῃ — ἀναπετάννυμι spread out aor subj mid 2nd sg ἀναπετάννυμι spread out aor subj act 3rd sg ἀναπετάννυμι spread out fut ind mid 2nd sg ἀναπετά̱σῃ , ἀναπετάομαι f aor subj mp 2nd sg (doric aeolic) ἀναπετά̱σῃ , ἀναπετάομαι f fut ind mp 2nd sg (doric… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3αναπετάσω — αναπετάννυμι*, ανοίγω διάπλατα, ξεδιπλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπέτασα, αόρ. τού ἀναπετάννυμι. ΠΑΡ. αναπέταση] …

    Dictionary of Greek

  • 4καρχήσιος — καρχήσιος, ὁ (Α) [καρχήσιον] 1. το σχοινί που χρησίμευε για αναπέταση τών ιστίων τών ιστιοφόρων 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου …

    Dictionary of Greek

  • 5προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …

    Dictionary of Greek