ἀναπετάννῡμι
101ἀναπεπταμένας — ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπεπταμένος explicitly fem acc pl ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπεπταμένος explicitly fem gen sg (doric aeolic) ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem acc pl ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem… …
102ἀναπεπταμένων — ἀναπεπταμένος explicitly fem gen pl ἀναπεπταμένος explicitly masc/neut gen pl ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem gen pl ἀναπετάννυμι spread out perf part mp masc/neut gen pl …
103ἀναπετασθείσας — ἀναπετασθείσᾱς , ἀναπετάννυμι spread out aor part pass fem acc pl ἀναπετασθείσᾱς , ἀναπετάννυμι spread out aor part pass fem gen sg (doric aeolic) …
104αναπίτνημι — ἀναπίτνημι (Α) ποιητικός τύπος τού αναπετάννυμι* …
105αναπεπταμένος — η, ο (Α ἀναπεπταμένος, η, ον) [ἀναπετάννυμι] (κυρίως για επιφάνεια εδάφους, θάλασσας κ.λπ.) αυτός που δεν περιορίζεται από τίποτε, ανοικτός, απλωμένος, διάπλατος, απεριόριστος νεοελλ. 1. για μέρη που είναι εκτεθειμένα στους ανέμους, που δεν… …
106αναπετάζω — ἀναπετάζω (AM) [πετάζω] ἀναπετάννυμι* …
107αναπετής — (I) ἀναπετής, ές (Α) [ἀναπετάννυμι] ανοιχτός, διάπλατος. (II) ἀναπετής, ές (Α) [ἀναπέτομαι] αυτός που πετά, ο ιπτάμενος …
108ՔՈՇՔՈՏԻՄ — (եցայ.) NBH 2 1011 Chronological Sequence: Early classical ձ. Տ. ՔՈՇՔՈՏԵՄ. ἁναπετάννυμι . եւ այլն. *Ձգտիմք, յորանջեմք, քոշքոտիմք. Ոսկ. մ. ՟Ա. 22 …
109ἀμπετάσασα — ἀμπετάσᾱσα , ἀναπετάννυμι spread out aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
110ἀναπεπταμέναις — ἀναπεπταμένος explicitly fem dat pl ἀναπετάννυμι spread out perf part mp fem dat pl …