ἀνανδρεία
1ἀνανδρεία — ἀνανδρείᾱ , ἀνανδρία want of manhood fem nom/voc/acc dual ἀνανδρείᾱ , ἀνανδρία want of manhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀνανδρείᾳ — ἀνανδρείᾱͅ , ἀνανδρία want of manhood fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ἀνανδρείας — ἀνανδρείᾱς , ἀνανδρία want of manhood fem acc pl ἀνανδρείᾱς , ἀνανδρία want of manhood fem gen sg (attic doric aeolic) …
4ἀνανδρείαν — ἀνανδρείᾱν , ἀνανδρία want of manhood fem acc sg (attic doric aeolic) …
5ανανδρία — η (Α ἀνανδρία και εία) 1. έλλειψη ανδρείας, γενναιότητας, δειλία 2. έλλειψη ανδρισμού, θάρρους νεοελλ. άνανδρη, δειλή συμπεριφορά αρχ. 1. (κυρίως για ευνούχους) έλλειψη ανδρότητας, φυσική αδυναμία ως προς τα γενετήσια, ανικανότητα 2. (για… …