ἀναμμένα
1ἀναμμένα — ἀνάπτω make fast on perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἀναμμένᾱ , ἀνάπτω make fast on perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀναμμένᾱ , ἀνάπτω make fast on perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) ἀνᾱμμένα , ἀνάπτω make fast… …
2'ναμμένα — ἀναμμένα , ἀνάπτω make fast on perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἀναμμένᾱ , ἀνάπτω make fast on perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀναμμένᾱ , ἀνάπτω make fast on perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) ἀνᾱμμένα , ἀνάπτω… …
3μαγκάλι — Φορητή συσκευή μέσα στην οποία διατηρούνται αναμμένα ξυλοκάρβουνα για τη θέρμανση μικρών χώρων. Τα μ. κατασκευάζονται από μέταλλο ή από πηλό. Κατά την αρχαιότητα κατασκευάζονταν πολυτελή μ., κυρίως από χαλκό. Η λέξη πάντως είναι αραβικής… …
4αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… …
5αθάλη — η 1. αιθάλη, καπνιά 2. τέφρα, στάχτη 3. σωρός από αναμμένα κάρβουνα στην αρχή τής αποτεφρώσεώς τους, ανθρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἰθάλη με προληπτική αφομοίωση. ΠΑΡ. αθαλώνω] …
6ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …
7αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …
8αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …
9ανθρακιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών. * * * και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή) 1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα 2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά νεοελλ. η… …
10αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …