ἀναμέσον

  • 1ἀνάμεσον — ἀνάμεσος in the midst masc/fem acc sg ἀνάμεσος in the midst neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ανάμεσα — και αναμεσά και ανάμεσο και αναμεσό(ν) επίρρ. 1. τοπ. α) μεταξύ, στο μεταξύ β) στο μέσον, διά μέσου 2. χρον. κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, στο μεταξύ διάστημα 3. (για πρόσωπα ή πράγματα) στις μεταξύ τους σχέσεις 4. φρ. «ανάμεσα στ άλλα», εκτός από τα …

    Dictionary of Greek

  • 3LUBAR — Epiphan. l. 1. Hoeres. est mons ille, in quo Arca Noe constitit. Verba eius sunt: Μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἐπιςτάσης τῆς λάρνακος Νῶε εν τοῖς ὄρεσι τοῖς Α᾿ραρατ, ἀναμέσον Α᾿ρμενίων καὶ Καρδυέων εν τῷ Λουβὰρ οὔρει καλουμένῳ. Ε᾿κεῖσε πρῶτον κατοίκησις… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… …

    Dictionary of Greek

  • 5ρήση — η / ῥῆσις, εως, ΝΑ, και αρκαδ. τ. Fρήσις και ιων. τ. γεν. ιος Α λόγος, ομιλία («μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις», Αισχύλ.) νεοελλ. απόφθεγμα, ρητό («ρήσεις μεγάλων ανδρών») αρχ. 1. απόφαση, ψήφισμα 2. ομιλία, σε αντιδιαστολή προς την ανάγνωση 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 6σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …

    Dictionary of Greek

  • 7σύγκλεισμα — τὸ, Α [συγκλείω] αυτό που περικλείει κάτι («ἐπὶ τὰ συγκλείσματα αὐτῶν ἀναμέσον ἐξερχομένων λέοντες καὶ βόες», ΠΔ) …

    Dictionary of Greek