ἀνακτόροις
1Ἀνακτόροις — Ἀνάκτορος neut dat pl …
2ἀνακτόροις — ἀνάκτορον king s dwelling neut dat pl …
3καταζώ — καταζῶ, άω (Α) 1. περνώ ολόκληρη τη ζωή μου («ἐν ἀνακτόροις θεοῡ καταζῇ δεῡρ ἀεὶ σεμνὸν βίον», Ευρ.) 2. επιστρέφω στη ζωή …
1Ἀνακτόροις — Ἀνάκτορος neut dat pl …
2ἀνακτόροις — ἀνάκτορον king s dwelling neut dat pl …
3καταζώ — καταζῶ, άω (Α) 1. περνώ ολόκληρη τη ζωή μου («ἐν ἀνακτόροις θεοῡ καταζῇ δεῡρ ἀεὶ σεμνὸν βίον», Ευρ.) 2. επιστρέφω στη ζωή …