1ανάκτιση — η (Α ἀνάκτισις) [ἀνακτίζω] 1. χτίσιμο εκ νέου, ανοικοδόμηση, ανακαίνιση 2. αναγέννηση, αναδημιουργία …
Dictionary of Greek
2ἀνακτίσῃ — ἀνακτίσηι , ἀνάκτισις rebuilding fem dat sg (epic) ἀνακτίζω rebuild aor subj mid 2nd sg ἀνακτίζω rebuild aor subj act 3rd sg ἀνακτίζω rebuild fut ind mid 2nd sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)