ἀναιρῶ
81ξελέω — 1. ανακαλώ όσα είπα, αναιρώ τα λόγια μου 2. φρ. «λέω και ξελέω» αλλάζω γνώμη, δεν είμαι συνεπής («δεν τόν εμπιστεύομαι, γιατί λέει και ξελέει») …
82παραβαίνω — ΝΜΑ, παρβαίνω Α αθετώ, παραβιάζω, αναιρώ (α. «παραβαίνω τον όρκο» β. «θεοῡ δε νόμον οὐ παραβαίνομεν», Ευρ.) αρχ. 1. (για πολεμιστές που μάχονταν από άρματα) πορεύομαι παραπλεύρως κάποιου, στέκομαι δίπλα του («παρεβεβήκεε δὲ οἱ ἡνίοχος τῷ οὔνομα… …
83παρεξελέγχω — Α [εξελέγχω] (συν. το παθ.) παρεξελέγχομαι ελέγχω κάτι με σοφίσματα, αναιρώ, ανασκευάζω κάτι με σοφιστικά επιχειρήματα και ψευδείς συλλογισμούς …
84περιαιρώ — έω, ΜΑ [αιρώ] 1. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει κάτι άλλο, βγάζω το εξωτερικό περίβλημα («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», Πλάτ.) 2. (γενικά) αφαιρώ, αποσπώ («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ) αρχ. 1. (σχετικά με τείχη) κατεδαφίζω,… …
85προαπελέγχω — Α αναιρώ προκαταβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπελέγχω «ανατρέπω, αντικρούω»] …
86προλύω — Α αναιρώ, ματαιώνω, ανατρέπω κάτι προηγουμένως …
87προσαναιρώ — έω, Α 1. ανεγείρω, σηκώνω κάτι επί πλέον 2. καταστρέφω, αφανίζω επιπροσθέτως 3. (για μαντείο) χρησμοδοτώ επί πλέον, δίνω και άλλη, επιπρόσθετη απάντηση 4. μέσ. προσαναροῡμαι, έομαι αναλαμβάνω, επιχειρώ να κάνω κάτι επί πλέον («τὸν πόλεμον οὐδὲν… …
88συνανασκευάζω — Α ανασκευάζω, αναιρώ κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο …
89σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… …
90υπαναιρώ — έω, Α [ἀναιρῶ] ανακαλώ, αποσύρω …