ἀναιρῶ

  • 71απολέγω — κ. λέω (AM ἀπολέγω) μσν. νεοελλ. 1. αναιρώ, ανακαλώ αυτά που είπα 2. τελειώνω τον λόγο μου αρχ. Ι. 1. διαλέγω καί παίρνω από ένα σύνολο 2. εκλέγω, επιλέγω 3. επιλέγω για να απορρίψω 4. αρνούμαι, απαγορεύω II. ( ομαι) 1. δεν δέχομαι κάποια… …

    Dictionary of Greek

  • 72διαλύω — (Α διαλύω) 1. αποσυνθέτω, λύω ή χωρίζω κάτι στα μέρη που τό συνθέτουν 2. απομακρύνω, διαχωρίζω ανθρώπους, τους διασκορπίζω 3. διασκορπίζω πρόσωπα που αποτελούν ενιαίο σύνολο, λ.χ. διαδήλωση 4. θέτω τέρμα στη λειτουργία εταιρείας, επιχείρησης κ.λπ …

    Dictionary of Greek

  • 73ελέγχω — (AM ἐλέγχω) 1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα»,… …

    Dictionary of Greek

  • 74εξελέγχω — (AM ἐξελέγχω) [ελέγχω] νεοελλ. ενεργώ λεπτομερή έλεγχο, εξακριβώνω μσν. μέσ. δικαιώνομαι αρχ. 1. αποδεικνύω κάποιον ως ένοχο («ἐπ αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.) 2. αναιρώ, ανασκευάζω («ὑπ ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», Πλάτ.) 3. αποδεικνύω ότι… …

    Dictionary of Greek

  • 75επαναίρεσις — ἐπαναίρεσις, η (Α) 1. καταστροφή, όλεθρος 2. φόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αν αίρεσις (< αναιρώ «καταστρέφω»] …

    Dictionary of Greek

  • 76ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… …

    Dictionary of Greek

  • 77καταστρατηγώ — (AM καταστρατηγῶ, έω) νικώ με στρατήγημα ή τέχνασμα, επικρατώ με δόλο, καταπολεμώ νεοελλ. μτφ. παραβιάζω δολίως νόμο, συμφωνία κ.λπ., παραβαίνω, αθετώ, καταπατώ, αναιρώ αρχ. 1. μτφ. απατώ, εξαπατώ 2. αντιδρώ με τέχνασμα, αντιπράττω με στρατήγημα …

    Dictionary of Greek

  • 78μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… …

    Dictionary of Greek

  • 79μετακαλώ — και ματακαλώ (ΑM μετακαλῶ, έω) 1. καλώ με απεσταλμένο μου κάποιον να πάει σε άλλο μέρος ή να έλθει εκεί που βρίσκομαι (α. «θα μετακαλέσουν δασοπόνους από όλη την Ευρώπη για το συνέδριο» β. «οι πρεσβευτές μετακλήθηκαν για διαβουλεύσεις με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 80ξεδοντιάζω — 1. κάνω κάποιον να χάσει τα δόντια του, βγάζω ή σπάζω τα δόντια κάποιου 2. (το μέσ.) ξεδοντιάζομαι (για γέροντες) χάνω τα δόντια μου, πέφτουν τα δόντια μου («γέρασε πια και ξεδοντιάστηκε») 3. μτφ. α) αναιρώ τα επιχειρήματα κάποιου αποδεικνύοντας… …

    Dictionary of Greek