ἀναιρῶ

  • 51ἀναρεῖ — ἀνᾱρεῖ , ἀναείρω lift up fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνᾱρεῖ , ἀναείρω lift up fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναίρω raise fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀναίρω raise fut ind act 3rd …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 52ἀναρίον — ἀνᾱρίον , ἀναείρω lift up fut part act masc voc sg (doric) ἀνᾱρίον , ἀναείρω lift up fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἀναίρω raise fut part act masc voc sg (doric) ἀναίρω raise fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 53ἀντανᾶραν — ἀντί ἀναίρω raise aor part act neut nom/voc/acc sg ἀντανᾶ̱ραν , ἀντί ἀναίρω raise aor ind act 3rd pl (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 54αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …

    Dictionary of Greek

  • 55αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 56ανάδικος — ἀνάδικος, ον (Α) 1. αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται 2. φρ. «ψῆφον ἀνάδικον καθίστημι», αναιρώ προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δικος < δίκη. ΠΑΡ. αρχ. ἀναδικία] …

    Dictionary of Greek

  • 57αναίρεμα — ἀναίρεμα, το (Μ) [ἀναιρῶ] άγρα, λεία …

    Dictionary of Greek

  • 58αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε …

    Dictionary of Greek

  • 59αναδύομαι — (Α ἀναδύομαι) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού νεοελλ. παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω αρχ. 1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι 2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω 3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 60αναιρέτης — ἀναιρέτης, ο (θηλ. έτις) (ΑΜ) [ἀναιρῶ] αυτός που αφαιρεί τη ζωή κάποιου, δολοφόνος, φονιάς …

    Dictionary of Greek