ἀναιδές
1ἀναιδές — ἀναιδής shameless masc/fem voc sg ἀναιδής shameless neut nom/voc/acc sg …
2τἀναιδές — ἀναιδές , ἀναιδής shameless masc/fem voc sg ἀναιδές , ἀναιδής shameless neut nom/voc/acc sg …
3ὦναιδες — ἄναιδες , ἀνά ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
4безстоудьныи — (47) пр. Бесстыдный, постыдный: молѩхомъсѩ. отъ таковыихъ бестоудьныихъ сквьрнъ очистити (τῆς ἀναισχυντίας τῆς ἀρνήσεως) КЕ XII, 174а; прѣстанѣмъ быти бестоудьни. и прѣкословьци. СбТр ХII/ХIII, 84 об.; велико наводѩ ѡ(т) б҃а негодованиѥ… …
5PALLIDI — et mali coloris homines, impudentes fere et inverecundi habebantur dicebanturque, nisi pallor ille ex studiorum contentione contractus videretur. Martial. l. 7. Epigr. 3. Esset, Maxime, cum mali coloris, Versus scribere coepit Oppianus.… …
6αναιδής — ες (Α ἀναιδής) αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης αρχ. 1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰδώς. ΠΑΡ. αναίδεια αρχ. ἀναιδίζομαι. ΣΥΝΘ. αρχ..… …
7μίμαρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀναιδές» …
8φθέγμα — και φθέγγμα, τὸ, Α [φθέγγομαι] 1. φωνή («μὴ γένοιτο ἑκάστῳ τὸ φθέγμα», Πλάτ.) 2. λαλιά («καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο», Σοφ.) 3. λόγος, ομιλία 4. φωνή τών πτηνών 5. μυκηθμός ταύρου 6. μουσικός φθόγγος 7. κελάηδημα …
9ԱՆԱՄՕԹ — (ի, ից.) NBH 1 0105 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. որ եւ ԱՆԱՄԱՉ. ἁναίσχυντος impudens Որ ոչն գիտէ զամօթ. որ ոչն ամաչէ. անպատկառ. լիրբ. աներես. ... *Ի բերան անամօթին քաղցրասցի մոյր. Սիր. Խ. 32 …
10ԺՊՐՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0840 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 11c, 12c գ. ἱταμία, τὸ ἁναιδές, αὑθάδεια, τόλμα, ἁπόνοια, τὸ ἁπηνές temeritas, arrogantia, audacia, immanitas Յանդգնութիւն. լրբութիւն. անամօթութիւն. համարձակութիւն. ...… …