ἀναθολώσει

  • 1ἀναθολώσει — ἀναθόλωσις making turbid fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναθολώσεϊ , ἀναθόλωσις making turbid fem dat sg (epic) ἀναθόλωσις making turbid fem dat sg (attic ionic) ἀναθολόω make turbid aor subj act 3rd sg (epic) ἀναθολόω make turbid fut ind mid… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πλουτωνίτες — Μαγματικά πετρώματα διείσδυσης (εκρηξιγενή), η στερεοποίηση των oποίων έγινε στο εσωτερικό του γήινου φλοιού και υπό ειδικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης. Τα πλουτώνεια πετρώματα εμφανίζονται με διάφορες μορφές και σχήματα: βαθόλιθοι, όγκοι π …

    Dictionary of Greek