ἀναδύομαι
11ανανέω — ἀνανέω (ΑΜ) έρχομαι στην επιφάνεια, ανέρχομαι, αναδύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νέω «πλέω, κολυμπώ». ΠΑΡ. ἀνάνευσις (ΙΙ)] …
12ανανούμαι — ἀνανοῡμαι και ποιητ. ἀννοῡμαι ( έομαι) (Α) (για τον ήλιο) ανέρχομαι, αναδύομαι, ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νέομαι] …
13εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… …
14εξαναδύομαι — ἐξαναδύομαι (Α) (αποθ.) 1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.) 2. (με …
15εξανακολυμβώ — ἐξανακολυμβῶ, έω (Α) ανεβαίνω κολυμπώντας στην επιφάνεια, αναδύομαι …
16λαχταρίζω — (Μ λαχταρίζω και λακταρίζω) 1. λαχταρώ, επιθυμώ ζωηρά, είμαι γεμάτος λαχτάρα 2. σπαρταρώ, τινάζομαι βίαια, σφαδάζω 3. συνταράσσομαι, τρέμω, συγκλονίζομαι από έντονο συναίσθημα 4. αναδεύομαι, κινούμαι ή αναδύομαι μέσα από την ψυχή («κλείσε μέσα… …
17παρέξειμι — Α [έξειμι (Ι)] 1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι») 2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.) 3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη …
18παρανακύπτω — Α [ανακύπτω] 1. ανέρχομαι, αναδύομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι 2. συμβαίνω …
19υπαναδύομαι — Α αποχωρώ σιγά σιγά και ανεπαίσθητα από κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀναδύομαι «ανέρχομαι»] …
20υπεξαναδύομαι — Α αναδύομαι ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαναδύομαι «ανεβαίνω στην επιφάνεια»] …