ἀναδικάζω
1αναδικάζω — (Α ἀναδικάζω) (νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση τής πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δικάζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση] …
2ἀναδικάζεσθαι — ἀναδικάζω decide again pres inf mp …
3ἀναδικάζοιεν — ἀναδικάζω decide again pres opt act 3rd pl …
4ἀναδικάσασθαι — ἀναδικάζω decide again aor inf mid …
5ἀναδικάσαι — ἀναδικά̱σᾱͅ , ἀναδικάζω decide again fut part act fem dat sg (doric) ἀναδικάζω decide again aor inf act ἀναδικάσαῑ , ἀναδικάζω decide again aor opt act 3rd sg …
6αναδίκαση — η επανάληψη, αναθεώρηση τής δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδικάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …
7δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι …