ἀναγκαιοτάτη
1ἀναγκαιοτάτη — ἀναγκαῑοτάτη , ἀναγκαῖος of fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) ἀναγκαῑοτάτη , ἀναγκαῖος of fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
2ἀναγκαιοτάτῃ — ἀναγκαῑοτάτῃ , ἀναγκαῖος of fem dat superl sg (attic epic ionic) ἀναγκαῑοτάτῃ , ἀναγκαῖος of fem dat superl sg (attic epic ionic) …
3αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… …